- κητοτρόφος
- κητο-τρόφος, ον,A nourishing sea-monsters, Eust.294.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κητοτρόφος — κητοτρόφος, ον (Μ) αυτός που τρέφει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
κητοτρόφον — κητοτρόφος nourishing sea monsters masc/fem acc sg κητοτρόφος nourishing sea monsters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek